Οι Βρετανοί αποφάσισαν να βγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πολιτικές και επιχειρηματικές δυνάμεις της χώρας ωστόσο ήταν αντίθετες. Τελικά η άποψη του λαού υπερίσχυσε.

Και όχι άδικα. Όσοι έχουν περάσει λίγο από το χρόνο τους στις μεγαλουπόλεις της Μεγ. Βρετανίας, θα καταλάβουν την πίεση που νιώθει ο μέσος Άγγλος πολίτης να ανταπεξέλθει οικονομικά στο υψηλότατες οικονομικές απαιτήσεις διαβίωσης που έχουν κατακυριεύσει το νησί. Ένα μεσημεριανό γεύμα στα “Goody’s” του Λονδίνου μου κόστισε το καλοκαίρι (μία μέρα πριν το δημοψήφισμα) σχεδόν 80€.

Και ύστερα ήρθε η καταστροφολογία. “Σε ύφεση η Βρετανική οικονομία” διατυμπάνιζαν τα οικονομικά forum. Και έτρεξαν όλα τα funds να ανταλλάξουν τις λίρες τους, ξεπουλώντας σημαντικό ποσοστό των χρημάτων τους υπό το φόβο να τα χάσουν όλα.

Η αλήθεια ποια είναι σήμερα;

Σήμερα, μόλις 7 μήνες μετά, η ισοτιμία της λίρας έναντι του ευρώ, μετά την βουτιά των πρώτων μηνών, έχει επανέλθει στο 90% των περσινών αξιών. Και τελικά η ύφεση, δεν ήρθε ποτέ. Εντούτοις τα πρώτα Βρετανικά απόνερα άρχισαν να χτυπούν τις ακτές της Ευρωπαϊκής φαρμακοβιομηχανίας.

Υπάρχουν τρεις (3) πολύ σημαντικές επιπτώσεις που έχουν ήδη καταγραφεί:

  1. Η παροδική βουτιά των ισοτιμιών, επηρέασε τις τιμές των φαρμάκων σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, όπου το σύστημα τιμολόγησής τους βασίζεται στο International Reference Pricing (IRP). Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, στην οποία επηρεάστηκαν τιμολογιακά περισσότερα από 80 καινοτόμα φάρμακα με την ανατιμολόγηση του Νοεμβρίου.
  2. Το NICE, ο Βρετανικός οργανισμός αξιολόγησης φαρμάκων, αποφάσισε ότι θα χρεώνει πλέον τις αξιολογήσεις των νέων φαρμάκων, με κόστη από 99.000£ έως 282.000£, ανάλογα με το βαθμό καινοτομίας του νέου φαρμάκου, αλλά και το συγκρινόμενο φάρμακο ή τεχνολογία που προτίθεται να υποκαταστήσει.
  3. Το NICE σε συνεργασία με το NHS (Εθνικός Οργανισμός Υγείας της Βρετανίας) θα παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τις εταιρείες που θέλουν να εγκρίνουν νέα φάρμακα στη Βρετανία. Ως βασικό εργαλείο θα χρησιμοποιηθεί ο δείκτης ICER (incremental cost-effectiveness ratio, ένας παραδοσιακός δείκτης κόστους – οφέλους) και το ποσό που προκύπτει ανά QALY (quality-adjusted life year), προκειμένου να ελέγχεται σε πρώιμο στάδιο η επίπτωση της εισαγωγής ενός νέου φαρμάκου στον κρατικό προϋπολογισμό.

Δεν γνωρίζουμε αν τελικά οι Βρετανοί είχαν ένα Plan B στο συρτάρι τους και το ενεργοποίησαν μετά το Brexit ή έχουν τόσο καλά και γρήγορα αντανακλαστικά στις εξελίξεις. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι ξέρουν να προσαρμόζονται γρήγορα.

Και σύμφωνα με το Δαρβίνο, ο πιο προσαρμοστικός είναι στο τέλος αυτός που θα επιβιώσει και ίσως τελικά φάει και την ομελέτα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε Βιομηχανική Πληροφορική και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές ΜΒΑ in Strategic Management στο Kingston University. Εισήλθε στον χώρο της φαρμακοβιομηχανίας το 2006 ως επιστημονικός συνεργάτης στη GSK. Από το 2009 εργάζεται στη ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. στον τομέα των πωλήσεων και του μάρκετινγκ ενώ το 2015 αναλαμβάνει υπεύθυνος για θέματα Market Access. Έχει δώσει πλήθος διαλέξεων ως ομιλητής σε συνέδρια επιστημονικού περιεχομένου, με εξειδίκευση στον τομέα της Τιμολόγησης και Αποζημίωσης Φαρμάκων, Marketing Φαρμακείου, Διαχείρισης Πελατών και Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρίας Φαρμακευτικού Μάρκετινγκ και μετέχει σε διεθνείς οργανώσεις για θέματα που αφορούν στο Market Access.