Οι επιστήμονες του αγγλικού Πανεπιστημίου Warwick ανακάλυψαν μια νέα εξέταση αίματος για την έγκαιρη διάγνωση της οστεοαρθρίτιδας, η οποία θα μπορούσε να είναι διαθέσιμη σε δύο χρόνια.

Η εξέταση αυτή θα προσδιορίζει τα θραύσματα των παθολογικών πρωτεϊνών που διαρρέουν από την πάσχουσα άρθρωση στην κυκλοφορία του αίματος συμβάλλοντας στην έγκαιρη διάγνωση, αλλά και τη διαφοροδιάγνωση της οστεοαρθρίτιδας από τα πρώιμα στάδια της ρευματοειδούς ή των άλλων φλεγμονωδών αρθρίτιδων.

Στη συγκεκριμένη μελέτη συμμετείχαν 225 ασθενείς με αρχικό ή προχωρημένο στάδιο οστεοαρθρίτιδας γόνατος, ρευματοειδούς ή άλλης φλεγμονώδους αρθρίτιδας και υγιείς μάρτυρες, όπου διερευνήθηκαν οι μεταβολές των αρθρικών πρωτεϊνών. Πράγματι, στα δείγματα πλάσματος και αρθρικού υγρού των ασθενών με αρθρίτιδα βρέθηκαν παθολογικές πρωτεΐνες που έχουν υποστεί οξείδωση, νίτρωση και γλυκοζυλίωση με χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμων βιοδεικτών.

Η πρωτοποριακή αυτή έρευνα έδειξε ότι ο συνδυασμός των αλλαγών στην οξείδωση, τη νίτρωση και τη γλυκοζυλίωση των δομικών πρωτεϊνών της άρθρωσης και της ποσότητάς τους θα συνδράμει στην έγκαιρη αναγνώριση, σταδιοποίηση και ταξινόμηση της αρθρίτιδας επιτρέποντας έτσι τη δυνατότητα πρόληψης και αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης.

Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης είναι σημαντικά, γιατί σήμερα δεν υπάρχει καθιερωμένη μέθοδος για τη διάγνωση της πρώιμης οστεοαρθρίτιδας. Καμία εξέταση αίματος δεν είναι ειδική, ενώ τα αντισώματα έναντι του κυκλικού κιτρουλλινιωμένου πεπτιδίου (anti-CCP) που είναι χρήσιμα στη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας έχουν χαμηλή ευαισθησία κατά την έναρξή της.

Άλλωστε, ακόμα και η απλή ακτινογραφία, παρ’ ότι κλασική ως μέθοδος αξιολόγησης όσον αφορά τη σταδιοποίηση και την αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας, δεν έχει καμία χρησιμότητα στα πρώιμα στάδιά της καθώς είναι αρνητική ευρημάτων. Οι πιο σύγχρονες, δε, προσεγγίσεις, όπως η μαγνητική τομογραφία και η διαγνωστική αρθροσκόπηση που αναδεικνύουν το βαθμό και την έκταση της καταστροφής του αρθρικού χόνδρου, είναι εξετάσεις που απαιτούν ειδικές εγκαταστάσεις, ακριβά όργανα και χρόνο, και μπορεί να έχουν περιορισμούς λόγω συννοσηροτήτων, π.χ. δεν μπορεί να γίνει μαγνητική σε ασθενείς με βηματοδότη.

Φαίνεται λοιπόν πως οι νέοι αυτοί βιοχημικοί δείκτες θα μπορούν να ανιχνεύουν έγκαιρα την αρθρίτιδα συμβάλλοντας στη χάραξη πιο αποτελεσματικών στρατηγικών ταυτοποίησης, πρόληψης και αντιμετώπισής της, προαναγγέλοντας ίσως και νέους θεραπευτικούς στόχους για την ανάπτυξη πιθανών φαρμακευτικών ουσιών που να καταστέλλουν την οξείδωση ή τη γλυκοζυλίωση των δομικών συστατικών της άρθρωσης ευελπιστώντας ακόμα και στην τροποποίηση της πορείας μίας από τις συχνότερς παθήσεις που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα.
ΠΗΓΗRabbani Ν et al, "Protein oxidation, nitration and glycation biomarkers for early-stage diagnosis of osteoarthritis of the knee and typing and progression of arthritic disease", Arthritis Research & Therapy 201618:250 DOI: 10.1186/s13075-016-1154-3
Γεννήθηκε το 1960 στο Αιγάλεω Αττικής. Αποφοίτησε από τη Σχολή Φυσικοθεραπείας το 1982 και την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ το 1989. Έλαβε την ειδικότητα της Ορθοπαιδικής Χειρουργικής και Τραυματολογίας το 1996. Εργάστηκε ως Υπεύθυνος Εργαστηρίου Φυσικοθεραπείας 1982-1996. Ως Ορθοπαιδικός εργάστηκε από το 1997 έως το 2000 στο Ορθοπαιδικό Τμήμα της «Κλινικής Παλαιού Φαλήρου του Ιατρικού Αθηνών» και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν ως Επιμελητής Α΄, όπου και συνεχίζει ως αναπληρωτής διευθυντής από το 2012. Από το 1996 ως σήμερα διατηρεί επίσης Ορθοπαιδικό Ιατρείο στην Αγία Βαρβάρα. Είναι μέλος του ΕΕΣ, Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Αγίας Βαρβάρας από το 2003, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου από 1-1-2013, και αιρετό μέλος του προεδρείου της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν από το 2007 έως το 2015.