Σύμφωνα με δεδομένα από 7.000 ζεύγη μητέρας-παιδιού τα οποία εξέτασαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Surrey και το Πανεπιστήμιο του Bristol στη Μεγάλη Βρετανία, οι εγκυμονούσες γυναίκες που παρουσίαζαν ανεπάρκεια στη βιταμίνη D (κάτω από 50 nmol/l στο αίμα) είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν παιδιά με χαμηλές επιδόσεις (κατώτατο 25%) σε προσχολικά αναπτυξιακά τεστ για κινησιακές λειτουργίες κατά την ηλικία των 2,5 ετών σε σχέση με παιδιά από γυναίκες χωρίς ανεπάρκεια. Τα τέστ περιλάμβαναν αξιολογήσεις συντονισμού κινήσεων, όπως το κλώτσημα μιας μπάλας, η ισορροπία και το άλμα, όπως επίσης και αξιολογήσεις πιο λεπτών κινήσεων, όπως η χρήση του μολυβιού και το χτίσιμο ενός πύργου από τουβλάκια.
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη βρέθηκε επίσης να επηρεάζει την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού κατά την ηλικία των 3,5 ετών. Παρ’ όλα αυτά, δε βρέθηκαν σχέσεις μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D της μητέρας και του IQ ή της ικανότητας στο διάβασμα του παιδιού σε μεγαλύτερες ηλικίες (7-9 έτη).
Προηγούμενα στοιχεία από μελέτες σε ζώα έδειξε ότι η νευρο-γνωσιακή ανάπτυξη των εμβρύων επηρεάζεται πολύ αρνητικά όταν τα επίπεδα βιταμίνης D στις μητέρες είναι χαμηλά. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της βιταμίνης D και της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο του εμβρύου μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στη νευρολογική ανάπτυξη σημείων του εγκεφάλου που ελέγχουν την ανάπτυξη της κίνησης και της κοινωνικότητας.
Εκτός των πολύ σημαντικών ευρημάτων της μελέτης αυτής, είναι αποδεδειγμένο ότι η βιταμίνη D ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στον οργανισμό και μειώνει τα επίπεδα οστεοπόρωσης. Η βιταμίνη D συντίθεται με την έκθεση στον ήλιο και προσλαμβάνεται και μέσω της διατροφής.
Σύμφωνα με τη συγγραφέα δρ Andrea Darling, “πολλές έγκυες γυναίκες στη Βρετανία, ειδικά από μειονότητες με σκούρο δέρμα (π.χ. αφροαμερικανίδες ή νοτιοασιάτισσες), θα πρέπει να λαμβάνουν 10 μικρογραμμάρια συμπληρώματος βιταμίνης D ημερησίως και ειδικότερα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα, όταν δεν μπορεί να συντεθεί βιταμίνη D μέσω του ηλίου”.
Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι “περισσότερο δε σημαίνει και καλύτερο” και να μη λαμβάνουμε μεγάλες ποσότητες βιταμίνης D γιατί μπορεί να αποβούν τοξικές σε μεγάλες δόσεις.