Το κλείσιμο των ματιών είναι μία αυθόρμητη αντίδραση του ανθρώπου όταν βλέπει κάτι επικίνδυνο να πλησιάζει. Κάπως έτσι αντέδρασε όλη η φαρμακοβιομηχανία στο άκουσμα των κλειστών προϋπολογισμών.

Ας ξεκινήσουμε όμως, βλέποντας τί είναι οι κλειστοί προϋπολογισμοί και πώς προέκυψαν.

Όπως πιθανόν γνωρίζετε η υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης στην ιδιωτική αγορά έχει εκτροχιαστεί, ξεπερνώντας τα 470 εκατ. ευρώ για το 2017, ενώ τα πρώτα μηνύματα για το 2018 δείχνουν έντονα αυξητικούς ρυθμούς και η υπέρβαση αναμένεται να ξεπεράσει τα 530 εκατ. ευρώ. Η υπέρβαση, γνωστή και ως clawback, επιβαρύνει τις φαρμακευτικές εταιρίες, οι οποίες καλούνται να καλύψουν τα παραπάνω ποσά με βάση το μερίδιο αγοράς τους σε ποσοστό 90% και την ανάπτυξή τους συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά σε ποσοστό 10%.

Ωστόσο αυτό το μέτρο αυτό δε θεωρείται δίκαιο, καθώς η είσοδος στην αγορά ενός νέου ογκολογικού σκευάσματος, παραδείγματος χάριν, αυξάνει σημαντικά τη δαπάνη και επιβαρύνει οικονομικά όλες τις υπόλοιπες θεραπευτικές κατηγορίες.

Προκειμένου το μοντέλο κατανομής να γίνει δικαιότερο, το Υπουργείο αποφάσισε να σπάσει τον προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης σε μικρούς κλειστούς προϋπολογισμούς ανά θεραπευτική κατηγορία.

Αν και προφανώς, κάθε προσπάθεια που αποδίδει δικαιοσύνη θα έπρεπε να χαιρετιστεί, η αντίδραση της βιομηχανίας ήταν αρνητική στο νέο μέτρο για δύο κυρίως λόγους:

  • Η αλλαγή του τρόπου κατανομής δεν είναι ένα μέτρο που λύνει το πρόβλημα. Η υπέρβαση είναι δυσθεώρητη και συνεχώς αυξανόμενη. Θα ήταν πολύ πιο ουσιαστικό να εστιάσουμε στην εξεύρεση λύσεων για τη μείωση της δαπάνης, παρά για την αλλαγή της κατανομής της.
  • Το 2ο σημείο έχει να κάνει με τη μεθοδολογία της κατανομής του προϋπολογισμού, όπου προβλέπεται να βασιστεί στα μερίδια αγοράς ανά θεραπευτική κατηγορία δύο σκανδιναβικών κρατών (Νορβηγία, Δανία).

Με μία επιφανειακή αλλά και κυνική προσέγγιση θα έλεγε κάποιος, ότι λυπάμαι τις εταιρίες με σκευάσματα μεσογειακής αναιμίας, ενώ ευνοημένες σίγουρα θα είναι οι εταιρίες αντικαταθλιπτικών. Σαφώς και δεν είναι τόσο απλοϊκές οι προσεγγίσεις, ωστόσο σίγουρα, η διαφορετικότητα του τρόπου διαβίωσης, της διατροφής και της κουλτούρας των σκανδιναβικών λαών έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις και στις θεραπευτικές τους επιλογές συγκριτικά με τη χώρα μας.

Είναι σημαντικό λοιπόν ότι υπάρχει πρόθεση για βελτίωση του συστήματος, αλλά χρειάζονται και βήματα ουσιαστικής συνεργασίας και γόνιμου διαλόγου για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Τα προβλήματα είναι πολλά και προτεραιότητα πρέπει να παραμένει η διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών στις σωστές θεραπείες. Δεν είναι λύση να κλείνουμε τα μάτια, αν αυτά δεν κλείνουν ερμητικά…

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε Βιομηχανική Πληροφορική και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές ΜΒΑ in Strategic Management στο Kingston University. Εισήλθε στον χώρο της φαρμακοβιομηχανίας το 2006 ως επιστημονικός συνεργάτης στη GSK. Από το 2009 εργάζεται στη ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. στον τομέα των πωλήσεων και του μάρκετινγκ ενώ το 2015 αναλαμβάνει υπεύθυνος για θέματα Market Access. Έχει δώσει πλήθος διαλέξεων ως ομιλητής σε συνέδρια επιστημονικού περιεχομένου, με εξειδίκευση στον τομέα της Τιμολόγησης και Αποζημίωσης Φαρμάκων, Marketing Φαρμακείου, Διαχείρισης Πελατών και Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρίας Φαρμακευτικού Μάρκετινγκ και μετέχει σε διεθνείς οργανώσεις για θέματα που αφορούν στο Market Access.