Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, παρά τις συνεχείς έρευνες και την συσσώρευση γνώσης και κλινικής πρακτικής πολλών ετών, δημοσιεύονται ακόμα μελέτες για ευρύτατα διαδεδομένες κατηγορίες φαρμάκων οι οποίες μας εκπλήσσουν, αλλοτε ευχάριστα και άλλοτε δυστυχώς δυσάρεστα.
Σύμφωνα με δημοσίευση στο περιοδικό BMJ, η χρήση ανταγωνιστών του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ), μία από τις πιο κοινές και ασφαλείς κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα σε σχέση με τους ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτασίνης (ΑΙΙΑ), μία επίσης ευρύτατα συνταγογραφούμενη κατηγορία αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Οι ΑΜΕΑ είναι πολύ αποτελεσματικά φάρμακα για την αντιμετώπιση της υπέρτασης και χρησιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια με εξαιρετικά αποτελέσματα (π.χ. Triatec, Renitec κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, κάποιες παλαιότερες και περιορισμένες μελέτες παρατήρησης είχαν επισημάνει ότι μπορεί να σχετίζονται με τον καρκίνο του πνεύμονα λόγω της αύξησης των επιπέδων της βραδυκινίνης και της ουσίας P (substance P) στον πνεύμονα. Οι δύο αυτές ουσίες ανιχνεύτηκαν σε καρκινικό πνευμονικό ιστό ενώ η βραδυκινίνη ενδέχεται να μπορεί να ενεργοποιήσει απευθείας την ανάπτυξη πνευμονικού καρκίνου.
Για να ελεγχθεί αυτός ο συσχετισμός, ερευνητές του Πανεπιστημίου McGill στον Καναδά με επικεφαλής τον καθηγητή Laurent Azoulay, ανέλυσαν στοιχεία περίπου ενός εκατομμυρίου Βρετανών, οι οποίοι άρχισαν να λαμβάνουν ένα νέο αντιυπερτασικό μεταξύ των ετών 1995-2015, από τα αρχεία πρωτοβάθμιας περίθαλψης του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι ασθενείς ήταν τουλάχιστον 18 ετών, χωρίς προηγούμενο καρκίνο και παρακολουθούνταν για περίπου 6,4 έτη κατά μέσο όρο, κατά τη διάρκεια των οποίων εντοπίστηκαν 7.952 περιστατικά καρκίνου του πνεύμονα (1,3 ανά 100 ανθρωποέτη).
Αφού λήφθηκαν υπ’ όψιν διάφοροι παράγοντες που μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα (ηλικία, φύλο, βάρος, χρήση καπνού/αλκοόλ και ιστορικό ασθενειών), η χρήση των ΑΜΕΑ σχετίστηκε με 14% αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα σε σχέση με τους ΑΙΙΑ (1,6 έναντι 1,2 περιστατικά ανα 1.000 ανθρωποέτη).
Ο συσχετισμός ήταν εμφανής ύστερα από 5 έτη χρήσης ΑΜΕΑ και αυξανόταν σε σχέση με το χρόνο, και ειδικά σε ασθενείς που λάμβαναν ΑΜΕΑ για πάνω από 10 έτη, όπου ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου έφτανε το 31%.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι παρ’ όλο που η έκταση των παρατηρήσεων ήταν μικρή, οι ΑΜΕΑ είναι μία από τις ευρύτερα συνταγογραφούμενες κατηγορίες φαρμάκων οπότε ακόμα και οι σχετικά μικρές επιπτώσεις μπορεί να μεταφραστούν σε μεγάλους απόλυτους αριθμούς ασθενών σε κίνδυνο. Επίσης προσθέτουν ότι τα ευρήματα πρέπει να επιβεβαιωθούν και από νέες μελέτες, ειδικά σε ασθενείς που κάνουν χρόνια χρήση ΑΜΕΑ.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι αυτή ήταν μία μελέτη παρατήρησης και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν συμπεράσματα αιτίου-αποτελέσματος ενώ δεν πρέπει να απορριφθούν πιθανότητες επιρροής και άλλων παραγόντων όπως το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, η διατροφή και το οικογενειακό ιστορικό, στο ερευνητικό αποτέλεσμα.
Συμπερασματικά, και εν αναμονή νέων μελετών, ο κάθε ασθενής που κάνει χρόνια χρήση ΑΜΕΑ θα πρέπει να ζυγίσει το κέρδος σε προσδόκιμο επιβίωσης από τη χρήση τους σε σχέση με τον μακροχρόνιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των πνευμόνων, συμπεραίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Deirdre Cronin Fenton από το Τμήμα Κλινικής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Aarhus στη Δανία.