Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) σαν κλιμακτήριο ή εμμηνόπαυση χαρακτηρίζει την περίοδο της ζωής της γυναίκας κατά την οποία τερματίζεται η αναπαραγωγική  λειτουργία ως επακόλουθο της διακοπής της λειτουργίας των ωοθηκών και της παραγωγής οιστρογόνων.

Η περίοδος αυτή διαρκεί από 2 έως 9 χρόνια και χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο αριθμό  αλλαγών που συμβαίνουν στον οργανισμό της γυναίκας, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση κατέχουν οι διαταραχές των λιπιδίων του πλάσματος. Το ενδιαφέρον για τις μεταβολές αυτές είναι μεγάλο, με δεδομένο ότι οι συγκεκριμένες διαταραχές αυξάνουν τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου και γενικότερα την επίπτωση των καρδιαγγειακών παθήσεων στην εμμηνόπαυση.

Κατά την αναπαραγωγική ηλικία η παρουσία των οιστρογόνων ευνοεί την εμφάνιση μιας εικόνας που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα ολικής χοληστερόλης, LDL χοληστερόλης (κακή χοληστερόλη) και τριγλυκεριδίων και αυξημένα επίπεδα HDL χοληστερόλης (καλή χοληστερόλη), με αποτέλεσμα την προστασία των γυναικών από καρδιαγγειακές παθήσεις.

Αντίθετα, η φυσιολογική ή τεχνητή εμμηνόπαυση έχει αρνητική επίδραση στο μεταβολισμό των λιπιδίων, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της εμφάνισης της αθηροσκλήρωσης και την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου στα επίπεδα των ανδρών.

Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την επικίνδυνη αυτή μεταβολή;

Για αρκετές δεκαετίες έγιναν προσπάθειες για την αντιμετώπιση του καρδιαγγειακού κινδύνου στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες κυρίως με εξωγενή χορήγηση οιστρογόνων (ορμονική θεραπεία υποκατάστασης), οι οποίες τελικά δεν είχαν αποτέλεσμα λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών (αύξηση του κινδύνου εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου αλλά και καρκίνου του μαστού).

Σήμερα, είναι απόλυτα τεκμηριωμένο ότι η αλλαγή του τρόπου ζωής (άσκηση, διακοπή καπνίσματος, έλεγχος σωματικού βάρους, υγιεινή διατροφή, έλεγχος αρτηριακής πίεσης και σακχάρου του αίματος, περιορισμός στην κατανάλωση αλκοόλ) έχει ιδιαίτερα ευνοϊκά αποτελέσματα στη ρύθμιση των λιπιδίων. Στην περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται ο στόχος, είναι αναγκαία η υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή που αφορά κατά κύριο λόγο στην χορήγηση στατινών.

Οι στατίνες είναι μια ομάδα φαρμάκων που χρησιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια για πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου, με άριστα αποτελέσματα και με ελεγχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες. Μεγάλος αριθμός μελετών σε γυναίκες που έλαβαν στατίνες έδειξε σημαντικά λιγότερους θανάτους και καρδιαγγειακά συμβάματα συγκριτικά με εκείνες που δεν έλαβαν υπολιπιδαιμική αγωγή.

Παράλληλα με την κλασική υπολιπιδαιμική αγωγή, κυκλοφορούν στο εμπόριο συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν φυτικά συστατικά με ευεργετική επίδραση στα επίπεδα των λιπιδίων. Η χορήγησή τους σε συνδυασμό με μια ισορροπημένη δίαιτα, μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια, ιδιαίτερα σε άτομα με οριακές διαταραχές των λιπιδίων. Επίσης, είναι χρήσιμα στις περιπτώσεις εκείνες που η θεραπεία με στατίνες δεν είναι εφικτή λόγω παρενεργειών.

Σε κάθε περίπτωση η απόφαση για λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή συμπληρωμάτων διατροφής ανήκει στον θεράποντα ιατρό. Η σωστή συνεργασία ιατρού-ασθενούς είναι απαραίτητη για την επιτυχία των θεραπευτικών στόχων.

Είναι Συντονιστής Διευθυντής του Καρδιολογικού Τμήματος στο Γ.Ν.Μ.Α. «Έλενα Βενιζέλου» και Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Υπέρτασης.