Ένας ασθενής πάσχει από χρόνιο πόνο όταν το σύμπτωμά του διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες. Αν και το ποσοστό των ατόμων που πάσχουν από χρόνιο πόνο στον πληθυσμό μιας χώρας διαφέρει για πολλούς και διαφόρους λόγους που έχουν αναλυθεί επανειλημμένα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποδέχεται ότι περίπου το 1/3 των ανθρώπων πάσχουν από κάποια μορφή χρόνιου πόνου σε κάποια χρονική περίοδο της ζωής τους.
Η σχέση της βιταμίνης D με τον χρόνιο πόνο δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα. Πιστεύεται ότι επειδή έχει την δυνατότητα να επηρεάζει θετικά τα επίπεδα της σεροτονίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα που συνδέονται με την κεντρική υπερευαισθητοποίηση, έχει και τη δυνατότητα να ελέγχει και τον πόνο.
Το ερώτημα αυτό προσπάθησε να διερευνήσει μια ομάδα γιατρών από την Αυστραλία και γι’ αυτό το σκοπό διοργάνωσε μια μελέτη κοόρτης που αφορούσε 465 ασθενείς οι οποίοι μελετήθηκαν διεξοδικά για το είδος, τα χαρακτηριστικά αλλά και για την διάρκεια του χρόνιου πόνου τους σε σύγκριση με τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα τους. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι όταν παρουσίαζαν χρόνιο έντονο πόνο δηλαδή επίπεδα πόνου πάνω από 6 στην 11βάθμια κλίμακα, η πιθανότητα να έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D διπλασιάζονταν (OR: 2.02; p = 0.01).
Το συμπέρασμά τους είναι ότι ο χρόνιος πόνος μπορεί να μη θεραπεύεται από την βιταμίνη D, αλλά η διόρθωση κάποιας ανεπάρκειας της τελευταίας, εάν υπάρχει, βοηθά σημαντικά στην ευκολότερη θεραπευτική αντιμετώπισή του.