Παρ’ όλο που τα αντιψυχωσικά φάρμακα συγκαταλέγονται στα πιο ευρέως συνταγογραφούμενα φάρμακα, έχουν πολλές και σοβαρές παρενέργειες, επειδή αλληλεπιδρούν με δεκάδες υποδοχείς (receptors) στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Οι υποδοχείς είναι πρωτεΐνες και παραλλαγές αυτών (λιποπρωτεΐνες, γλυκοπρωτεΐνες κ.ά.), στην κυτταρική μεμβράνη ή ενδοκυτταρικά, που χρησιμεύουν για τη μεταφορά εξωγενών ή ενδογενών ερεθισμάτων στα κύτταρα ή/και ρυθμίζουν τη δομική τους ισορροπία, τις λειτουργικές αντιδράσεις και τον μεταβολισμό τους.
Βασικός τρόπος δράσης των αντιψυχωσικών φαρμάκων θεωρείται ο αποκλεισμός των υποδοχέων D2 της ντοπαμίνης (DRD2), ενώ κάποια από αυτά δεσμεύουν σε σημαντικό βαθμό και τους υποδοχείς τύπου 2 της σεροτονίνης (5HT2) ή μπορεί να αποκλείουν διαφορετικούς υποδοχείς ντοπαμίνης, σεροτονίνης ή ακόμη και αδρενεργικούς, χολινεργικούς, ισταμινεργικούς και άλλους υποδοχείς, οδηγώντας σε σοβαρές παρενέργειες. Με αυτό τον τρόπο, έχουν την τάση να δημιουργούν πολλές ανεπιθύμητες αντιδράσεις όπως αύξηση σωματικού βάρους, ορθοστατική υπόταση, ταχυκαρδία, δυσκοιλιότητα, εξωπυραμιδικές αντιδράσεις (π.χ. ακούσιες μυϊκές κινήσεις, δυσκαμψία, σιελόρροια) κ.ά.
Κάθε φάρμακο μπορεί να δράσει σε διαφορετικούς υποδοχείς και ανάλογα με την συγγένειά του με αυτούς να δώσει το τελικό φαρμακολογικό αποτέλεσμα. Αν όμως η επιστήμη γνώριζε περισσότερα για τις δομικές διαφορές μεταξύ των πολλών διαφορετικών τύπων υποδοχέων των κυττάρων του εγκεφάλου, θα μπορούσαν να σχεδιαστούν φάρμακα για να στοχεύσουν επιλεκτικά μόνο έναν τύπο υποδοχέα, προς αποφυγή των παρενεργειών. Ειδικά ο υποδοχέας DRD2 έχει υποβληθεί σε εκτεταμένη μελέτη για 30 χρόνια, αλλά μόλις πρόσφατα οι ερευνητές παρουσίασαν την πρώτη δομή υψηλής ανάλυσης του υποδοχέα ντοπαμίνης 2 (DRD2) που συνδέεται με το αντιψυχωσικό φάρμακο ρισπεριδόνη, με τη χρήση μιας τεχνικής που ονομάζεται κρυσταλλογραφία με ακτίνες Χ (X-Ray crystallography).
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature και σύμφωνα με αυτά, θα επιτραπεί στους ερευνητές να ενεργοποιήσουν επιλεκτικά τον DRD2, περιορίζοντας έτσι, μια σειρά σοβαρών παρενεργειών. “Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε καλύτερα φάρμακα, το πρώτο βήμα είναι να δούμε τις λεπτομέρειες της υψηλής ανάλυσης του υποδοχέα DRD2, όταν συνδέεται σφιχτά με ένα φάρμακο”, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Bryan L. Roth, διακεκριμένος καθηγητής Θεραπευτικής Πρωτεϊνών και Μεταφραστικής Πρωτεομικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας (Η.Π.Α.), προσθέτοντας ότι: “Έχουμε τώρα τη δομή και την εξερευνούμε για να βρούμε νέες ενώσεις και ελπίζουμε ότι αυτό μπορεί να βοηθήσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που χρειάζονται καλύτερες θεραπείες”.