Τα λέιζερ (Laser: Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation) ή στα ελληνικά “ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας”, μπορούν να κατασκευαστούν από μία πλειάδα υλικών όπως ζωντανά κύτταρα ή ζελέ και το μόνο που χρειάζεται κανείς για να τα φτιάξει είναι μία πηγή φωτός, ένα ενεργό υλικό που να ενισχύει το φως και μία ανακλαστική κοιλότητα. Το υλικό συνήθως έχει συγκεκριμένες ιδιότητες (μορφή, σύσταση, καθαρότητα και μέγεθος) και παράγει φως μέσω εξαναγκασμένης εκπομπής αντλώντας ενέργεια από εξωτερικές πηγές.
Μία ομάδα επιστημόνων στο University of Michigan χρησιμοποιεί μία βαφή με το όνομα πράσινο του ινδοκυανίου (indocyanine green – ICG) για την κατασκευή ενός λέιζερ από… αίμα. Το ICG είναι μέχρι στιγμής η μόνη βαφή στα όρια του υπέρυθρου που έχει εγκριθεί από τον FDA για κλινική χρήση. Όταν εγχυθεί στο αίμα, το ICG προσδένεται πρώτα με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και τις λιποπρωτεΐνες και προκαλεί έντονο φθορισμό, και ήδη χρησιμοποιείται σε εφαρμογές ιατρικής απεικονιστικής. O Xudong Fan, κύριος ερευνητής, υποστηρίζει ότι εάν το ICG μετατραπεί σε λέιζερ θα μπορεί να φθορίζει ακόμα περισσότερο. Η ομάδα του παρατήρησε ότι το ICG δεν εκπέμπει φως λέιζερ από μόνο του αλλά η βαφή θα φθορίσει όταν αναμιχθεί με αίμα λόγω της πρόσδεσής της με τις πρωτεΐνες του αίματος, ενισχύοντας την ικανότητά της να ενισχύει το φως.
Η κύρια σημασία του ICG είναι ότι συσσωρεύεται στα αιμοφόρα αγγεία και συνεπώς τα μέρη του σώματος που εμφανίζουν μεγάλο αριθμό αγγείων, όπως οι όγκοι, θα φθορίζουν πολύ περισσότερο. Σε κλινικές συνθήκες, οι γιατροί θα εγχύουν τη βαφή ICG και μετά θα φωτίζουν το δέρμα με ένα συμβατικό λέιζερ ώστε να μπορούν να ανιχνεύσουν το φθορισμό με μία υπέρυθρη κάμερα. Στην αρχή, σύμφωνα με τον Fan, η μέθοδος αυτή πρέπει να ελεγχθεί σε ζωικά μοντέλα εισάγοντας ανακλαστικές επιφάνειες όπως νανοσωματίδια χρυσού και κατόπιν στον άνθρωπο.