Όλοι μας κατά καιρούς υποψιαζόμαστε ότι οι μεγάλες εταιρείες και βιομηχανίες φαρμάκων χρησιμοποιούν διάφορους, όχι πάντα νόμιμους, τρόπους ώστε να κατευθύνουν ένα μεγάλο μέρος της έρευνας προς τα εκάστοτε συμφέροντα προς αυτές αποτελέσματα. Μία ακόμα υποψία αποδείχθηκε αληθινή, σύμφωνα με μία νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο San Francisco (UCSF).

Ύστερα από ανάλυση εγγράφων 50 ετών τα δεδομένα υποθέτουν ότι η βιομηχανία ζάχαρης χειραγώγησε την έρευνα για να υποβαθμίσει τις επικίνδυνες επιδράσεις της ζάχαρης στην καρδιά. Σύμφωνα με τους ερευνητές του UCSF, οι βιομηχανίες ζάχαρης πλήρωσαν τους διατροφολόγους του Πανεπιστημίου του Harvard γύρω στα 50.000 σημερινά δολάρια για να κατασκευάσουν μία υπόθεση κατά των κορεσμένων λιπαρών και της χοληστερόλης ως κύριες αιτίες των καρδιοπαθειών ενώ παράλληλα να υποβαθμίσουν την αρνητική επίδραση των τροφών και ποτών που περιέχουν σάκχαρα στη υγεία.

Οι καταναλωτές παραπλανώνταν για δεκαετίες πιστεύοντας ότι μόνο τα κορεσμένα λιπαρά, και όχι τα γλυκά, επιδρούν αρνητικά στην καρδιά. Κατά τη διάρκεια όλου αυτού του διαστήματος η παχυσαρκία, και οι σχετιζόμενες με αυτή ασθένειες όπως ο διαβήτης, αυξήθηκαν ανησυχητικά στις ΗΠΑ.

Η Sugar Association δήλωσε ότι συνεχίζει να υποστηρίζει την έρευνα που χρηματοδοτείται από τη βιομηχανία αλλά παραδέχτηκε ότι θα μπορούσε να ήταν πιο ανοιχτή όσον αφορά την εμπλοκή της.

Για την αναφορά της η ομάδα του UCSF ερεύνησε τα δημόσια αρχεία για εσωτερικά εταιρικά έγγραφα από τη βιομηχανία της ζάχαρης. Με βάση την ανάλυσή τους, η βιομηχανία ζάχαρης γνώριζε από τη δεκαετία του 1950 ότι αν οι άνθρωποι κόψουν την κατανάλωση λίπους από τη διατροφή τους η πρόσληψη σακχάρων θα αυξηθεί κατά περίπου 30%. Περίπου την ίδια εποχή, μελέτες άρχισαν να προειδοποιούν για τη σχέση μεταξύ σακχάρων και παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως η υψηλή χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια. Όταν αυξήθηκε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για τους κινδύνους των σακχάρων, μία ομάδα από τη βιομηχανία ζάχαρης (η Sugar Research Foundation ή όπως είναι γνωστή σήμερα Sugar Association) αδειοδότησε μία ερευνητική αναθεώρηση (review) από ερευνητές του Harvard η οποία δημοσιεύθηκε το 1967 στο New England Journal of Medicine.

O Dr. Cristin Kearns, κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης, δήλωσε ότι αυτή η ερευνητική αναθεώρηση (του 1967) έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στη δημόσια άποψη περί του τί προκαλεί καρδιαγγειακά προβλήματα αλλα και στην οπτική της επιστημονικής κοινότητας όσον αφορά στην αξιολόγηση των διατροφικών παραγόντων κινδύνου στα καρδιαγγειακά νοσήματα.

“Η μελέτη αυτή ταυτοποίησε την υψηλή χοληστερόλη ως τον μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου για καρδιακή νόσο, υποστηρίζοντας ότι τα υψηλά τριγλικερίδια που σχετίζονταν με την κατανάλωση σακχάρων ήταν λιγότερο προβληματικά”, σημείωσαν ο Kearns και οι συνεργάτες του που έβγαλαν στο φως της δημοσιότητας τα εταιρικά έγγραφα. Μαλιστα, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, οι ερευνητές του Harvard έκαναν κριτική σε προηγούμενες μελέτες που συνέδεαν τα σάκχαρα με την καρδιακή νόσο ενώ παρέβλεπαν προβλήματα σε μελέτες που ερευνούσαν την επίδραση των λιπιδίων.

Συνολικά, η ομάδα του UCSF ανέλυσε πάνω από 340 έγγραφα μεταξύ αντιπροσώπων της βιομηχανίας ζάχαρης και των δύο επιστημόνων του Harvard που αφορούσαν στην μελέτη του 1967. Επίσης, βρέθηκε ότι ο ένας από τους επιστήμονες συμμετείχε και σε advisory boards για τη βιομηχανία ζάχαρης. Τέλος, εκτός από την αμοιβή των επιστημόνων, η βιομηχανία ζάχαρης επέλεγε και τα άρθρα που θα περιλαμβανόταν στην ερευνητική αναθεώρηση ενώ λάμβανε και προσχέδια αυτής πριν από τη δημοσίευσή της. Αυτά τα βασικά στοιχεία δεν αναφέρθηκαν στη δημοσίευση του 1967, υποστήριξαν οι ερευνητές της νέας μελέτης στην αναφορά τους που δημοσιεύθηκε το JAMA Internal Medicine το Σεπτέμβριο του 2012.

Σε απάντησή της η Sugar Association δήλωσε ότι οι κανόνες για το conflict-of-interest δεν ήταν τόσο αυστηροί όπως σήμερα και ότι οι ερευνητές δεν ήταν υποχρεωμένοι να δηλώνουν τις οικονομικές τους συνεργασίες. Παρ’ όλα αυτά, η Sugar Association παραδέχτηκε ότι θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη διαφάνεια σε όλες τις ερευνητικές της δραστηριότητες. Στη δήλωση αναφέρθηκε επίσης ότι έρευνες συνέχισαν να δείχνουν ότι η ζάχαρη “δεν παίζει μοναδικό ρόλο στην καρδιαγγειακή νόσο.”

Η ομάδα του UCSF διαφωνεί με αυτό, σημειώνοντας ότι η πολιτική για την υγεία άρχισε από τότε να ασχολείται με το ρόλο της ζάχαρης στην καρδιακή νόσο.

“Υπάρχει τώρα ένα σεβαστός αριθμός στοιχείων που συνδέουν τα σάκχαρα με την υπέρταση και την καρδιαγγειακή νόσο, η οποία είναι η πρώτη αιτία πρόωρου θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες. Πάντως, τα έγγραφα που αφορούν στην υγειονομική πολιτική παρουσιάζονται ακόμη αντιφατικά στην αναφορά του κινδύνου για καρδιακή νόσο ως συνέπεια της κατανάλωσης σακχάρων”, σημείωσε η Laura Schmidt, μία από τις συγγραφείς της μελέτης.

ΜΕΣΩDallas ME "Sugar Companies Shifted Focus to Fat as Heart Harm: Study", Medicinenet.com, 14/9/2016
ΠΗΓΗUniversity of California, San Francisco, news release, Sept. 12, 2016; The Sugar Association, statement, Sept. 12, 2016
Γεννιέται στο Παρίσι το 1978. Είναι πτυχιούχος Κυτταρικής και Μοριακής Βιολογίας από το Πανεπιστήμιο του Essex (2002) με μεταπτυχιακές σπουδές στο Marketing (Πανεπιστήμιο του Birmingham, 2003). Το 2005 προσλαμβάνεται στη φαρμακευτική εταιρεία ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε., το 2008 αναλαμβάνει υπεύθυνος marketing ογκολογικών προϊόντων της MSD ενώ από το 2011 διαχειρίζεται τα καρδιομεταβολικά προϊόντα. Επίσης, από το 2011 αρθρογραφεί συστηματικά διατηρώντας μόνιμη στήλη με θέματα επιστήμης και τεχνολογίας στο ιατρικό περιοδικό myoskeletiko.com. Είναι ιδρυτής και αρχισυντάκτης του διαδικτυακού επιστημονικού περιοδικού Medical Magazine. Παράλληλα δραστηριοποιείται ως μουσικός παραγωγός/πιανίστας από το 2006 και συνεργάζεται με διάφορα μουσικά σχήματα. Από το 2011 αποτελεί βασικό μέλος της ομάδας κινηματογραφικών παραγωγών Infowar Productions του δημοσιογράφου Άρη Χατζηστεφάνου και δημιουργεί τη μουσική επένδυση για τέσσερα βραβευμένα ντοκιμαντέρ (2011-2016).