Με τον όρο «ρίγανη» δεν αναφερόμαστε συνήθως, σε κάποιο συγκεκριμένο φυτό, αλλά στο χαρακτηριστικό άρωμα και τη γεύση διαφόρων φυτών, των οποίων το αιθέριο έλαιο χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά καρβακρόλης (carvacrol). Η καρβακρόλη είναι μια φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, η οποία δίνει την χαρακτηριστική οσμή ρίγανης, στα φυτά αυτά.

Τα φυτά που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, με την εμπορική ονομασία «ρίγανη» είναι: η ελληνική ρίγανη (Greek Oregano, Origanum vulgare ssp. hirtum), η ισπανική ρίγανη (Spanish Oregano, Coridothymus capitatus ή Thymus capitatus), η τούρκικη ρίγανη (Turkish Oregano, Origanum onites) και η μεξικάνικη ρίγανη (Mexican Oregano, Lippia graveolens).

Η εμπορική ονομασία, όπως και το κοινό όνομα «ρίγανη», μπορεί δυστυχώς να δημιουργήσει σύγχυση στο ευρύ κοινό, διότι περιλαμβάνει φυτά που μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικά είδη, γένη και οικογένειες και που δεν φύονται αποκλειστικά και μόνο στην περιοχή που τους αποδίδει η εμπορική τους ονομασία.

Στη χώρα μας, συλλέγονται από τη φύση, χρησιμοποιούνται ως «ρίγανη» και είναι πλούσια σε καρβακρόλη, τόσο το υποείδος Origanum vulgare ssp. hirtum  (ελληνική ρίγανη), όσο και τα είδη Ο. onites και Coridothymus capitatus (τούρκικη και ισπανική ρίγανη), αλλά και το θρούμπι (Satureja thymbra). Βέβαια, τo πλέον διαδεδομένο και φημισμένο παγκοσμίως, είναι το Origanum vulgare ssp. hirtum, η κατ’ εξοχήν «ελληνική ρίγανη».

Λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς της, η «ελληνική ρίγανη» (Origanum vulgare ssp. hirtum) έχει τη μεγαλύτερη οικονομική σημασία για τη χώρα μας και μεγάλη ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού. Όμως, λόγω της ομοιότητας της οσμής της με τα υπόλοιπα φυτά που περιέχουν καρβακρόλη, έχουν διαπιστωθεί φαινόμενα νοθείας, γιατί είναι η ακριβότερη.

Η «ελληνική ρίγανη» απαντάται σε όλη τη χώρα, στα νησιά του Ιονίου, του Αιγαίου και στα νότια της ηπειρωτικής χώρας. Έχει δώσει τα υψηλότερα ποσοστά αιθερίου ελαίου σε σχέση με άλλα είδη ρίγανης που συναντώνται στα νησιά του Αιγαίου και τις περιοχές γύρω από αυτό. Επίσης, το αιθέριο έλαιο της «ελληνικής ρίγανης» έχει μοναδική σύσταση και περιέχει κυρίως καρβακρόλη, αλλά και θυμόλη και διάφορες τερπενικές ενώσεις, όπως π-κυμένιο, α-πινένιο, γ-τερπινένιο, μυρκένιο, β- καρυοφυλλένιο (E-BCP) κ.ά.

Πολυάριθμες μελέτες έως τώρα εστιάζουν στην αντιμικροβιακή δράση της καρβακρόλης και της θυμόλης, με θετικά αποτελέσματα, έναντι π.χ. πληθώρας βακτηρίων και μυκήτων. Μάλιστα, η καρβακρόλη, λόγω της αντιμικροβιακής της δράσης, χρησιμοποιείται ως συντηρητικό στη βιομηχανία τροφίμων.

Στην πρόσφατη βιβλιογραφία αναφέρεται επίσης, πως το β-καρυοφυλλένιο (E-BCP) θα μπορούσε να βοηθήσει στη θεραπεία της οστεοπόρωσης και της αρτηριοσκλήρωσης και πως τα συστατικά του αιθερίου ελαίου της «ελληνικής» ρίγανης, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για τη ρύθμιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 

ΠΗΓΗKokkini, S. and Vokou, D. (1989), "Carvacrol-rich plants in Greece." Flavour Fragr. J., 4: 1–7. doi:10.1002/ffj.2730040102
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο του Essex (2001) και έλαβε το μεταπτυχιακό στην Περιβαλλοντική Βιολογία το 2006 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 2013 εργάσθηκε ως βιολόγος στο φορέα διαχείρισης Αξιού-Αλιάκμονα και το 2014 συνεργάστηκε με το Δήμο Σίνδου για τη εκπόνηση τεχνικής μελέτης για τη ρύπανση. Από το 2015 εργάζεται ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εργασίες της έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια.