Οι επιστήμονες γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες ότι η νικοτίνη μπορεί να μειώσει την όρεξη αλλά μία ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Pittsburgh αποφάσισε να το ερευνήσει πιο διεξοδικά. Τα ευρήματά τους δείχνουν το πώς η νικοτίνη επηρεάζει την ικανότητα κάποιου να παίρνει ή να χάνει βάρος ενώ η θερμιδική του πρόσληψη μένει σταθερή.
Στη μελέτη αυτή οι ερευνητές πραγματοποίησαν τέσσερα πειράματα για να ελέγξουν πώς η νικοτίνη επηρέασε το σωματικό βάρος σε ποντίκια. Σε πρώτη φάση, οι ερευνητές χορήγησαν νικοτίνη σε ποντίκια και κατόπιν μέτρησαν το σωματικό τους βάρος για 24 ώρες ώστε να καταγράψουν τις αυξομειώσεις. Κατόπιν, χορήγησαν νικοτίνη σε μία άλλη ομάδα ποντικιών ενώ έτρωγαν για να παρατηρήσουν εάν η νικοτίνη επηρέαζε την όρεξή τους ή το βάρος τους. Στο επόμενο πείραμα, χορήγησαν σε ποντίκια ποικίλες δόσεις νικοτίνης ενώ παράλληλα περιόριζαν την τροφή τους. Τέλος, η τελευταία ομάδα ποντικιών μπορούσε να καταναλώσει όση νικοτίνη επιθυμούσε μέσα σε διάστημα 50 ημερών και στο τέλος οι ερευνητές κατέγραψαν το βάρος τους.
Ύστερα από τα πειράματα αυτά, οι ερευνητές ανακάλυψαν μία σχέση μεταξύ του βάρους και της έκθεσης στη νικοτίνη. Όταν από τα ποντίκια αφαιρέθηκε η δυνατότητα πρόσληψης νικοτίνης, αυξήθηκε σημαντικά το βάρος τους παρ’ όλο που η θερμιδική τους προσληψη παρέμεινε ίδια.
Παρ’ όλο που υπάρχουν αρκετές μελέτες που συνδέουν την αύξηση βάρους με το κόψιμο του καπνίσματος, αυτή είναι η πρώτη φορά που παρατηρήθηκε ότι η αύξηση είναι ανεξάρτητη των διατροφικών συνηθειών. Μέχρι τώρα πιστευόταν ότι οι πρώην καπνιστές αντικατέστησαν τη συνήθεια του τσιγάρου με το να τρώνε περισσότερο. Αυτό μάλλον δεν ισχύει, ενώ οι ερευνητές πιστεύουν ότι σχετίζεται με νευρολογικούς παράγοντες.
Σε μία μελέτη του 2011 φάνηκε ότι η νικοτίνη εθίζει τους χρήστες της και καταστέλλει την όρεξη. Αλλά οι αρνητικές συνέπειες του καπνίσματος υπερκερνούν κατά πολύ την ικανότητα της νικοτίνης να ελέγχει το βάρος. Σε μία άλλη μελέτη, οι ερευνητές βρήκαν ότι μέσα σε 6 μήνες από το κόψιμο του καπνίσματος οι περισσότεροι συμμετέχοντες αυξησαν το βάρος τους κατά 1,3 κιλά περίπου. Οι ερευνητές σχολίασαν: “Η αύξηση του σωματικού βάρους είναι ένας παράγοντας ο οποίος μειώνει την επιθυμία να κόψει κάποιος το κάπνισμα. Κατά συνέπεια, για μεγαλύτερη επιτυχία της αποχής από το τσιγάρο, θα πρέπει να ταυτοποιηθούν οι ασθενείς που είναι επιρρεπείς στο να κερδίσουν βάρος και να ελεγχθεί το βάρος τους αντίστοιχα.”