Οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία έχουν μειωθεί αρκετά στην Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης και των συνεχιζόμενων μέτρων λιτότητας, ενώ υπάρχουν και αναφορές για τις επακόλουθες επιπτώσεις τους στη δημόσια υγεία. Εκτός από την Ελλάδα, η Κύπρος και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, αντιμετώπισαν μέτρα λιτότητας ή έλαβαν πακέτα διάσωσης, τα οποία επηρέασαν τα συστήματα υγείας τους.

Στα πλαίσια αυτά, είναι απαραίτητη μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και της θνησιμότητας και της νοσηρότητας (ώστε να διαπιστωθούν τα προβλήματα υγείας), προκειμένου να εξεταστούν και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, οι σημερινές προκλήσεις της δημόσιας υγείας.

Το 2018, δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet” μια μεγάλη έρευνα για την Ελλάδα, με τη συμμετοχή πολλών Ελλήνων ερευνητών ανά τον κόσμο. Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν τα αποτελέσματα της διεθνούς επιστημονικής μελέτης “Global Burden Disease – GBD 2016″, η οποία αξιολογεί την κατάσταση της υγείας σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ανάμεσα στις κύριες διαπιστώσεις για την Ελλάδα, ήταν ότι η υγεία του πληθυσμού επιδεινώθηκε αρκετά και η συνολική θνησιμότητα (all-age mortality) αυξήθηκε ραγδαία, μετά την επιβολή των σκληρών μέτρων λιτότητας, το διάστημα 2010-2016 (post-austerity era). Σύμφωνα  μάλιστα, με τα αίτια θανάτου που αυξήθηκαν περισσότερο, ήταν εκείνα κυρίως, τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης, από το σύστημα υγείας, όπως: HIV, νεοπλασίες, κίρρωση, νευρολογικές διαταραχές, χρόνια νεφρική νόσος και οι περισσότεροι τύποι καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Διαπιστώθηκε επίσης, πως η αύξηση της θνησιμότητας, από το 2010 έως το 2016, συνέπεσε με την ταχεία μείωση των κρατικών δαπανών για την υγεία, αλλά και με την συνολική γήρανση του πληθυσμού, στην Ελλάδα, η οποία ήταν ταχύτερη, από ότι παρατηρήθηκε στην Κύπρο. Η επιτάχυνση της γήρανσης του πληθυσμού, για το διάστημα αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα μπορούσε να οφείλεται μεταξύ άλλων και στο φαινόμενο που εκφράζεται ως «brain drain» ή «μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών».

Αναφορικά με τη θνησιμότητα ανά συγκεκριμένη αιτία (cause-specific mortality), τα ερευνητικά δεδομένα δεν υπέδειξαν τη γήρανση του πληθυσμού, ως τη μοναδική υπεύθυνη, καθώς παρατηρήθηκαν αυξήσεις στους θανάτους παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών, λόγω νεογνικής αιμολυτικής νόσου και νεογνικής σήψης, στους θανάτους μεταξύ εφήβων και νεαρών ενηλίκων, λόγω αυτοτραυματισμού και σε νεαρούς ενήλικες, λόγω του HIV και πολλών καρκίνων, οι οποίες μπορεί και να αντικατοπτρίζουν τη μειωμένη αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας.

Επιπρόσθετα, οι αυξανόμενες τάσεις που παρατηρήθηκαν στην έκθεση του πληθυσμού σε παράγοντες κινδύνου (όπως υψηλός δείκτης μάζας σώματος, ανθυγιεινή διατροφή, κάπνισμα και χρήση οινοπνεύματος), θεωρήθηκαν πως ευθύνονται για μεγάλο μέρος της αυξημένης θνησιμότητας στους ενήλικες (15-49 ετών) και θα μπορούσαν να συνδέονται με την ελλιπή εφαρμογή πολιτικών υγείας, την κοινωνική αδράνεια, τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.

Παράλληλα, σύμφωνα με τους ερευνητές, η Ελλάδα φιλοξενεί κι έναν αυξανόμενο αριθμό προσφύγων, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσθετη πρόκληση για το εθνικό σύστημα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, επισημάνθηκε πως η αύξηση της θνησιμότητας και η επιταχυνόμενη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού είναι θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη εστίαση από τους διαμορφωτές της πολιτικής υγείας και παράλληλα, πως το σύστημα υγείας θα πρέπει να είναι επαρκώς εξοπλισμένο, προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών.

ΜΕΣΩ"The burden of disease in Greece, health loss, risk factors, and health financing, 2000-16: an analysis of the Global Burden of Disease Study 2016". Lancet Public Health. 2018;3(8):e395-e406. Published online 25/7/2018
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο του Essex (2001) και έλαβε το μεταπτυχιακό στην Περιβαλλοντική Βιολογία το 2006 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 2013 εργάσθηκε ως βιολόγος στο φορέα διαχείρισης Αξιού-Αλιάκμονα και το 2014 συνεργάστηκε με το Δήμο Σίνδου για τη εκπόνηση τεχνικής μελέτης για τη ρύπανση. Από το 2015 εργάζεται ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εργασίες της έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια.